Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τίς ὀνομάζεται

См. также в других словарях:

  • κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

  • απαλειφή αγνώστου — Ονομάζεται α.α. μεταξύ μ εξισώσεων δοσμένου συστήματος η εύρεση συστήματος ισοδύναμου με το δεδομένο και στο οποίο μ 1 εξισώσεις δεν περιέχουν τον άγνωστο αυτόν. Η α.α. γίνεται μετρεις μεθόδους: α) με αντικατάσταση, κατά την οποία λύνουμε ως προς …   Dictionary of Greek

  • πρισματοειδές — Ονομάζεται έτσι κάθε πολύεδρο με δύο από τις έδρες του τυχόντα πολύγωνα (όχι αναγκαία με τον ίδιο αριθμό πλευρών) με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και οι άλλες έδρες είναι τρίγωνα ή τραπέζια. Η απόσταση των βάσεων ενός π. ονομάζεται το ύψος… …   Dictionary of Greek

  • πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… …   Dictionary of Greek

  • πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… …   Dictionary of Greek

  • Πανταλία — Ονομάζεται και Πανταλεία ή Παντιλιά. Πόλη της αρχαίας Θράκης. Kατά τον 6o αι. ήταν μία από τις πέντε πόλεις της Δακίας Μεσογαίου, της οποίας τα τείχη ανοικοδόμησε ο Iουστινιανός (527 565). Στα χρόνια της κατοχής της από τους Βουλγάρους ονομαζόταν …   Dictionary of Greek

  • απολογητική — Ονομάζεται έτσι με ευρύτερη σημασία το τμήμα της διαλεκτικής που έχει σκοπό την υπεράσπιση της αλήθειας (από το ρήμα απολογούμαι, δηλαδή υπερασπίζω τον εαυτό μου). Από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν απολογητικοί οι λόγοι μερικών αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • χαμανισμός — Ονομάζεται έτσι η τέχνη και η θρησκεία των Χαμάνων, δηλαδή των μάγων, μάντεων και γοήτων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ευπιστία των λαών της κεντρικής και ανατολικής Ασίας, Μογγόλων, Μαντζού, Οστιάκων και Τσουβάσων. Ο χ., πολλές φορές, συγχέεται …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»